- ὀχλοκοπικός
- ὀχλοκοπ-ικός, ή, όν,A of or suited to an ὀχλοκόπος: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of cajoling a mob, S.E.M. 2.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχλοκοπικός — ὀχλοκοπικός, ή, όν (Α) [οχλοκόπος] 1. αυτός που ανήκει στον οχλοκόπο ή αυτός που αρμόζει στον οχλοκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀχλοκοπή η τέχνη τού να κολακεύει κανείς τον όχλο … Dictionary of Greek
ὀχλοκοπική — ὀχλοκοπικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)